- προβειά
- η, Ν(δ. γρφ.) βλ. προβιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατωνάκη — κατωνάκη, ἡ (Α) φτωχικό χοντρό ένδυμα με δέρμα στο κάτω μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάτω + νάκη «δέρμα τριχωτό, προβειά»] … Dictionary of Greek
μηλωτή — (I) η (ΑΜ μηλωτή) δέρμα προβάτου, προβειά ή κάθε ακατέργαστο και τριχωτό δέρμα ζώου νεοελλ. μσν. είδος επενδύτη ή κάλυμμα τών ώμων που έχει κατασκευαστεί από τριχωτό δέρμα, ιδίως προβάτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο», πιθ. από αμάρτυρο ρ.… … Dictionary of Greek
προβιά — και δ. γρφ. προβειά, η, Ν 1. δέρμα, δορά προβάτου είτε στη φυσική της κατάσταση είτε μετά από κατεργασία 2. (κατ επέκτ.) δέρμα ζώου, τομάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από θ. προβ τού αμάρτυρου αρχ. τ. ονομαστικής πρόβα(ν) τού πρόβατα + κατάλ … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek